αἱμωδιῶ

αἱμωδιῶ
αἱμωδιάω
have the teeth set on edge
pres imperat mp 2nd sg
αἱμωδιάω
have the teeth set on edge
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
αἱμωδιάω
have the teeth set on edge
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
αἱμωδιάω
have the teeth set on edge
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… …   Dictionary of Greek

  • αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αιμωδίαση — ( ις), η και αιμωδίασμα, το [αιμωδιώ] το μούδιασμα* …   Dictionary of Greek

  • αιμωδιάζω — και αιμωδιώ [αιμωδία] πάσχω από αιμωδία, μουδιάζω* …   Dictionary of Greek

  • αιμωδιασμός — ο (Μ αἱμωδιασμὸς) [αἱμωδιῶ] η αιμωδία …   Dictionary of Greek

  • αιμωδώ — αἱμωδῶ ( έω) (Α) αιμωδιώ …   Dictionary of Greek

  • μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”